- χολοπρασίνη
- και χοληπρασίνη, η, Ν(βιοχ.) πράσινη χρωστική τής χολής.[ΕΤΥΜΟΛ. < χολή + πράσινος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek
χοληπρασίνη — η, Ν (βιοχ.) βλ. χολοπρασίνη … Dictionary of Greek
χολοχρωστικές — οι, Ν (βιοχ.) έγχρωμες οργανικές ενώσεις που περιέχονται στη χολή, όπως είναι η χολερυθρίνη, η χολοπρασίνη κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολή + χρωστικές] … Dictionary of Greek